- αναβάλλω
- (Α ἀναβάλλω)1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα2. παθ. ορίζομαι για αργότερανεοελλ.1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω2. μιλώ δυσφημιστικά για κάποιον, διαβάλλω, συκοφαντώαρχ.Ι. ενεργ.1. ρίχνω επάνω ή προς τα επάνω2. ανεβάζω επάνω3. (για άλογα) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω τον αναβάτη4. (για το βλέμμα ή τα μάτια) σηκώνω προς τα επάνω τα μάτια μου, ώστε να φανεί το λευκό5. κάνω κάτι να υψωθεί προς τα επάνω, να αναβρύσει6. ντύνομαι, φορώ, ρίχνω επάνω μου7. διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύωΙΙ. μέσ.1. αρχίζω να παίζω μουσικό όργανο ή να τραγουδώ, ανακρούω2. θεωρώ ή καθιστώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι, ρίχνω τις ευθύνες επάνω του3. ντύνομαι, φορώ, ρίχνω το επανωφόρι στους ώμους μου4. (κίνδυνος) διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύω5. οργίζομαι, εξοργίζομαιΙΙΙ. παθ. (η μτχ. παθ. πρκμ. στη φρ.) «λέξις ἀναβεβλημένη», ο μη σύντομος λόγος, η μακρυλογία ΙV. επίρρ. ἀναβεβλημένωςσιγά, αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + βάλλω. Η σημερινή σημασία τού ρ. αναβάλλω είναι ήδη αρχαία και απαντά στους Όμηρο, Ησίοδο, Πίνδαρο, Ηρόδοτο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη, Αριστοφάνη, Ισοκράτη.ΠΑΡ. αναβολέας, αναβολήαρχ.ἀναβλήδην, ἀνάβλησιςαρχ.-μσν.ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον μσν. ἀναβολίδιον νεοελλ. ανάβαλτος, ανάβλημα, αναβλητικός, αναβολισμός].
Dictionary of Greek. 2013.